- φιλάνθρωπος
- -η, -ο / φιλάνθρωπος, -ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ φιλανθρώπου», πάπ)νεοελλ.φιλεύσπλαγχνος, ελεήμων, αγαθοεργόςαρχ.1. πράος, αγαθός, ήπιος («Σωκράτης... φανερὸς ἦν καὶ δημοτικὸς καὶ φιλάνθρωπος ὤν», Ξεν.)2. (για ζώο και, ιδίως, για σκύλο) ο αφοσιωμένος στον άνθρωπο3. (για πράγμ.) αυτός που συντελεί στην ευδαιμονία τού ανθρώπου4. (για λόγο) αυτός που διαπνέεται από φιλανθρωπία, φιλανθρωπικός («ψηφίσματα φιλάνθρωπα», Ξεν.)5. (για δίαιτα) άφθονος6. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάνθρωπονα) η φιλανθρωπίαβ) είδος φόρου στην Αίγυπτογ) το φυτό απαρίνη, αλλ. ομφαλόκαρπος7. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα φιλάνθρωπα και φιλάνθρουπαα) φιλανθρωπικές πράξεις, ευεργεσίεςβ) παροχές, προνόμια, δωρεέςγ) συγχώρηση, αμνηστία.επίρρ...φιλανθρώπως ΝΜΑ, και φιλάνθρωπα Νμε φιλανθρωπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἄνθρωπος].
Dictionary of Greek. 2013.